- καρποφόρος
- -ο θηλ. και -α (AM καρποφόρος, -ον)αυτός που παράγει καρπούς, ο εύφορος, ο γόνιμος («πρόβατά ἐστι καὶ φοίνικες οἱ καρποφόροι», Ξεν.)νεοελλ.1. ο αποτελεσματικός2. ο επικερδής, ο ωφέλιμοςαρχ.1. (για χώρες) αυτός που παράγει άφθονα γεωργικά προϊόντα («καρποφόρου Λιβύας», Πίνδ.)2. αυτός που κάνει προσφορές.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, μισθο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.